κωλοκουρεύω

κωλοκουρεύω
κωλοκούρεψα, κωλοκουρεύτηκα, κωλοκουρεμένος, κουρεύω τα πρόβατα στην ουρά και στα πόδια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κωλοκουρεύω — και κωλοκουρίζω 1. κουρεύω τα πρόβατα στην ουρά και στους μηρούς 2. παροιμ. «ποιος είχε γνώση εκούρευε και δεν εκωλοκούρευε» λέγεται γι αυτούς που λόγω τής βιασύνης και τής ανυπομονησίας τους στερούνται ουσιωδών ωφελειών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”